- ὑποτακτικοῦ
- ὑποτακτικόςpost-positivemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατός — ή, ό (ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ … Dictionary of Greek
υπόταξη — η / ὑπόταξις, άξεως, ΝΜΑ [ὑποτάσσω] 1. υποταγή, υποδούλωση, καθυπόταξη («μὴ ἄχθεσθαι τῇ ὑποτάξει», Διον. Αλ.) 2. γραμμ. η διαδικασία και ο μηχανισμός τού υποτακτικού λόγου, η σύνταξη τού λόγου με δευτερεύουσες, εξαρτημένες προτάσεις νεοελλ. βιολ … Dictionary of Greek
Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
ακμεϊσμός — Ποιητικό κίνημα, που γνώρισε ανάπτυξη στη Ρωσία από το 1913, όταν καθορίστηκε το πρόγραμμά του στο περιοδικό Απόλλων. Το κίνημα αυτό επιδίωκε να αποτελέσει αντίδραση εναντίον του υποτακτικού και άχρωμου τόνου του συμβολισμού τείνοντας προς την… … Dictionary of Greek